- δεσπότης
- Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού, τον οικοδεσπότη. Στη ρωμαϊκή εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός του αυτοκράτορα και με την έννοια αυτή διατηρήθηκε έως τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Την περίοδο του Αλεξίου Αγγέλου (1195) ο τίτλος αποδιδόταν και στα συγγενικά προς τον βασιλιά πρόσωπα καθώς και στο άτομο που κατείχε την πρώτη θέση στην ιεραρχία του βυζαντινού παλατιού. Αργότερα, συνήθιζαν να τον χρησιμοποιούν και οι ξένοι ηγεμόνες που ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο.
* * *ο (AM δεσπότηςΑ θηλ. δεσπότις, η και δεσπότειρα, η)1. ο κύριος τού σπιτιού, ο ιδιοκτήτης, ο οικοδεσπότης2. ο Κύριος, ο Θεός3. αυτός που έχει την απόλυτη κυριότητα κάποιου πράγματοςμσν.- νεοελλ.ο επίσκοποςνεοελλ.1. (κλητ.) Δέσποταπροσφώνηση για οποιονδήποτε κληρικό, κυρίως για τον πρεσβύτερο2. παροιμ. «καλά ειν' τα φαρδομάνικα μα τά φορούν οι δεσποτάδες» — για όσους επιθυμούν κάτι υπερβολικά ανώτερο τών δυνατοτήτων τουαρχ.-μσν.1. τίτλος βασιλέων, αυτοκρατόρων, κυβερνητών, ανώτατων αξιωματούχων, πριγκίπων2. ο Χριστός3. ο Πατήρμσν.1. ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου2. ο ηγεμόνας δεσποτάτου3. φρ. «ο τού κόσμου τούτου δεσπότης» — ο διάβολοςαρχ.ο κύριος (σε αντίθεση με τους δούλους).[ΕΤΥΜΟΛ. < *δεμ-σ-πότης. Η λ. δεσπότης ταυτίζεται με αντίστοιχο τύπο τής αρχ. ινδ. dampati- (και με αντιμετάθεση patirdan), αβεστ. d∂ng paitiš «κύριος τού σπιτιού». Πρόκειται για σύνθετη λέξη, τής οποίας το α' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ *dems-, το οποίο άλλοι ερμήνευσαν ως γενική ενός αρχαίου ονόματος με σημ. «σπίτι» (πρβλ. δόμος) και άλλοι ως παρεκτεταμένο τ. τής ρίζας *dem- τού δέμω* με ένα -s, μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθηματικού *-es-. Για το β' συνθετικό πρβλ. πόσις (λατ. potis). Ως προς τον μορφολογικό σχηματισμό η λ. δεσπότης εμφανίζεται με θέμα σε -ā, αντί τού αναμενόμενου θέματος σε -i (πόσις)πρβλ. αγκυλομήτης (< αγκύλος + μήτις). Η λ. δεσπότης, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, καθώς και οι αντίστοιχες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών, είχε αρχικά τη σημασία «κύριος τού σπιτιού, οικοδεσπότης», προς διάκριση από τους οικέτες «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η σημασία τής λ. διευρύνθηκε και η λ. χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν «κύριος τού οίκου» του, δηλ. όλου τού βασιλείου. Έπειτα η λ. έγινε τιμητικός τίτλος για ορισμένα μέλη τής βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. δεσπότης τού Μορέως). Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως ως ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, αποδίδεται δηλ. στον επίσκοπο, ενώ με τη σημασία που δήλωνε αρχικά η λ. δεσπότης χρησιμοποιείται σήμερα το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο τού δεσπότης, το οικοδεσπότης. Ήδη στην αρχαία η λ. δεσπότης έδωσε λαβή στον σχηματισμό διαφόρων παραγώγων και σύνθετων λέξεων, από τα οποία τα πιο σημαντικά είναι: α) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τα υποκοριστικά δεσποτίσκος και δεσποτίδιοντα επίθετα δεσποτικός, δεσπότειος και, με συριστικοποίηση τού τ (τροπή τού τ σε σ), δεσπόσυνος και δεσπόσιοςτα θηλ. ουσιαστικά δεσπότις (-ιδος) και δεσπότειρα (για τον σχηματισμό τού θηλ. δέσποινα βλ. λ.)τα (μετονοματικά) ρήματα δεσπόζω, δεσποτέω, -ώ και πιθ. δεσποτεύω*. β) ΣΥΝΘΕΤΑ: αυτοδεσπότης, οικοδεσπότης, συνοικοδεσπότης, τριγωνοδεσπότης και φιλοδεσπότης].
Dictionary of Greek. 2013.